ἰσοτριβής

ἰσοτριβής
ἰσο-τρῐβής, ές, in A.Ag.1443, σελμάτων ἰσοτριβής (cj. Pauw. pro ἱστοτρ-)
A pressing the benches like others.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοτριβής — ἰσοτριβής, ές (Α) αυτός που πιέζει εξίσου τα καθίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τριβής (< τρίβω), πρβλ. μεσο τριβής, νεο τριβής] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοτριβής — pressing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”